-
1 Twine
subs.——————v. trans.P. and V. πλέκειν, συμπλέκειν, ἐμπλέκειν, V. ἑλίσσειν, εἱλίσσειν.Twining my hands about your knee: V. ἑλίξας ἀμφὶ σὸν χεῖρας γόνυ (Eur., Phoen. 1622).Twined in each other's arms: V. ἐπʼ ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι (Soph., O. C. 1620).Lay hold of her twining your arms about her: V. λάβεσθέ μοι τῆσδʼ ἀμφελίξαντες χέρας (Eur., And. 425).Their bodies twined with twisted withes: V. στρεπταῖς λύγοισι σῶμα συμπεπλεγμένοι (Eur., Cycl. 225).Twined with thronging snakes: V. πεπλεκτανημένος πυκνοῖς δράκουσι (Æsch., Choe. 1049).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Twine
См. также в других словарях:
στρεπτός — ή, ό / στρεπτός, ή, όν, ΝΜΑ [στρέφω] 1. συνεστραμμένος, στριμμένος (α. «στρεπτό καλώδιο» β. «στρεπταῑς λύγοισι σῶμα συμπεπλεγμένους», Ευρ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο στρεπτός περιδέραιο από συνεστραμμένο μέταλλο ή από αλυσίδα νεοελλ. αυτός που μπορεί… … Dictionary of Greek